-
1 растворитель
το διαλυτικό, ο διαλύτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > растворитель
-
2 проявитель
проявитель м фото о εμφανιστής' ο διαλύτης (раствор)* * *м фотоο εμφανιστής; ο διαλύτης ( раствор) -
3 сольвент
ο διαλύτης, το διαλυτικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сольвент
-
4 сольвент-нафта
ο πετρελαϊκός διαλύτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сольвент-нафта
-
5 электродиализ
η ηλεκτροδιάλυση, - атор ο ηλεκτρικός διαλυτής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электродиализ
-
6 растворйтель
раствор||йтельм хим. ὁ διαλύτης. -
7 растворитель
[ραστβαρίτιλ"] ουσ. α (χημ.) διαλύτης -
8 растворитель
[ραστβαρίτιλ"] ουσ α (χημ) διαλύτης -
9 растворитель
-я α.διαλύτης (υγρό).
См. также в других словарях:
διαλυτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλύτης — dissolver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτής — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε ουσία είναι ικανή να προκαλέσει διάλυση μίας άλλης ουσίας (διαλυτό). Ο δ. μπορεί να είναι υγρό, στερεό ή αέριο στοιχείο. Ο πιο γνωστός και ο πιο κοινός δ. είναι το νερό, αλλά υπάρχουν ειδικοί δ. για… … Dictionary of Greek
διαλύτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε ουσία είναι ικανή να προκαλέσει διάλυση μίας άλλης ουσίας (διαλυτό). Ο δ. μπορεί να είναι υγρό, στερεό ή αέριο στοιχείο. Ο πιο γνωστός και ο πιο κοινός δ. είναι το νερό, αλλά υπάρχουν ειδικοί δ. για… … Dictionary of Greek
διαλύτης — ο (χημ.), υγρό που έχει την ιδιότητα να διαλύει ορισμένη ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλυτῶν — διαλύτης dissolver masc gen pl διαλυτής masc gen pl διαλυτός masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτοῦ — διαλυτής masc gen sg διαλυτός masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτήν — διαλυτής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον … Dictionary of Greek
διαλυτά — διαλυτά̱ , διαλυτής masc nom/voc/acc dual διαλυτής masc voc sg διαλυτής masc nom sg (epic) διαλυτός neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)